- ἰλλώδης
- ἰλλ-ώδης, ες,A squinting, distorted,
ὄμματα Hp.Mul.1.41
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὄμματα Hp.Mul.1.41
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιλλώδης — ἰλλώδης, ες (Α) [ιλλός] αλλήθωρος … Dictionary of Greek
ἰλλωδέων — ἰλλώδης squinting masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιλλός — (5ος αι. μ.Χ.). Βυζαντινός στρατηγός. Καταγόταν από την Ισαυρία της Μικράς Ασίας και στα χρόνια των αυτοκρατόρων Λέοντα A’ (457 474), Λέοντα B’ (474) και Ζήνωνα (474 491) ήταν αρχηγός ισχυρού σώματος μισθοφόρων συμπατριωτών του. Όταν το 476 ο… … Dictionary of Greek